πηνίκα

πηνίκα
Α
επίρρ.
1. σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο, πότε ακριβώς («πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας;», Αριστοφ.)
2. φρ. «πηνίκα μάλιστα;» — τί ώρα περίπου είναι; (Πλάτ.)
3. φρ. «πηνίκ' ἄττα;» — κατά ποια ώρα περίπου; (Αριστοφ.)
4. αντί τού πότε; («πηνίκα πεύσεται... παρορώμενα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο-* τής ερωτηματ. αντων. (πρβλ. ποίος, πότερος) + χρον. σύνδ. ἡνίκα «ενώ, όταν»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πηνίκα — at what precise point of time? at what hour? indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνίκ' — πηνίκα , πηνίκα at what precise point of time? at what hour? indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπηνίκα — ὁπηνίκα, δωρ. τ. ὁπανίκα (Α) επίρρ. 1. σε όποια ή σε ποια ώρα ή ημέρα ή σε τί καιρό («ὁπηνίκα χρὴ ὁρμᾱσθαι», Θουκ.) 2. όταν («ὁπηνίκα γὰρ ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύαζε...», ΠΔ) 3. με την υπόθεση ότι («ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῡτα πεποιηκώς», Δημ.) 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”